- παραστάτης
- ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι]αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιοννεοελλ.1. αρχιτ. η παραστάδα2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών αγγειόσπερμων φυτώννεοελλ.-αρχ.1. βοηθός, συνεπίκουρος2. στρατ. α) (σε στρατιωτική παράταξη) καθένας από τους στρατιώτες που βρίσκονται στις δυο πλευρές ενός άλλου, συστρατιώτηςβ. καθένας από τους άνδρες που πλαισιώνουν τον σημαιοφόρο κατά τις επίσημες παρελάσεις ή παρατάξεις για απόδοση τιμών3. ναυτ. καθένα από τα όρθια ξύλα πάνω στα οποία προσδένονται τα παραρρύματα τών μικρών ιστιοφόρων πλοίων, ο μπαμπάς τού κορακιούμσν.-αρχ.υπερασπιστήςαρχ.1. (γενικά) σύντροφος2. βοηθός, συνήγορος3. (για θεό) προστάτης4. (για χορευτές) ο προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά σύντροφος στον χορό που είναι παρατεταγμένος στην ορχήστρα5. ανώτατος υπάλληλος συλλόγου ή σωματείου6. υπηρέτης, θεράπων7. στον πληθ. οἱ παραστάταιοι υπηρέτες τών ένδεκα, δηλ. τών κληρωτών αρχόντων στην Αθήνα που επόπτευαν τις φυλακές και φρόντιζαν για την εκτέλεση τών θανατικών ποινών8. ο εξωτερικός κατακόρυφος κανόνας καταπέλτη9. ανατ. το υοειδές οστό τού τραχήλου10. (το αρσ. στον πληθ.) α) οι όρχειςβ) η επιδιδυμίδαγ) οι σπερματικοί πόροι.
Dictionary of Greek. 2013.